- ἀμφίστομα
- ἀμφίστομοςwith double mouthneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίστομα — (amphistoma).Γένοςπλατυελμίνθων σκουληκιών της οικογένειας των αμφιστομιδών. Ζουν παρασιτικά επάνω στο συκώτι, τον εντερικό σωλήνα και το στομάχι διαφόρων σπονδυλωτών ζώων (κυρίως βοοειδών), αλλά μερικές φορές και του ανθρώπου, προκαλώντας την… … Dictionary of Greek
αμφίστομος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος: Το ξίφος ήταν αμφίστομο. 2. (ζωολ.), το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αμφίστομα σκουλήκια που ζουν παρασιτικά στα έντερα του ανθρώπου και των ζώων. 3. (βοτ.), «αμφίστομος καυλός», στέλεχος φυτού που πιέστηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)